στρηνός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρῆνος — insolence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρήνος — Πόλη της αρχαίας Κρήτης για την οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες και αγνοούμε την ακριβή θέση της. Οι κάτοικοι της ονομάζονταν Στρήνιοι. * * * και στρῑνος, ὁ, ΜΑ, και ως ουδ. στρήνεος, τὸ, Α ακολασία αρχ. 1. υπερηφάνεια, αλαζονεία 2. θερμή… … Dictionary of Greek
στρηνόν — στρηνός masc acc sg στρηνός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
страда — сенокос, жатва, тяжелая работа , арханг. (Подв.), вологодск., владим., псковск. (Даль), страдать, аю, также стражду (цслав.), диал. страдать косить сено, собирать урожай , арханг. (Подв.), др. русск. страдати стараться, добиваться , страдалъ за… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
στρηνής — ές, Α 1. (για ήχο) οξύς και δυσάρεστος, διαπεραστικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) στρηνές με οξύ και δυσάρεστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού επιθ. με το λατ. strēnuus «δραστήριος, φιλόπονος» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Κατ … Dictionary of Greek
(s)ter-1, (s)terǝ- : (s)trē- — (s)ter 1, (s)terǝ : (s)trē English meaning: stiff, immovable; solid, etc.. Deutsche Übersetzung: ‘starr, steif sein, starrer, fester Ghegenstand, especially Pflanzenstamm or stengel; steif gehen, stolpern, fallen, stolzieren” Note … Proto-Indo-European etymological dictionary
стараться — стараюсь, укр. старатися, болг. старая се стараюсь , сербохорв. ста̏рати се, ста̏ра̑м се заботиться, хлопотать; стараться , словен. stȃrati sе – то же, чеш. starati sе – то же, слвц. stаrаt᾽ sа, польск. starac się, в. луж. starac sо, н. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
στρηνιώ — άω, Α 1. ζω ακόλαστα, ασωτεύω 2. υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῆνος «αλαζονεία, ύβρις» + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀνιῶ)] … Dictionary of Greek
στρηνόφωνος — ον, Α αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνός + φωνος (< φωνή)] … Dictionary of Greek